- δυσεντευξια
- δυσεντευξίαδυσ-εντευξίαἥ необщительность, замкнутость, недоступность Diod.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσεντευξία — δυσεντευξία, η (Α) η ιδιότητα τού δυσέντευκτου … Dictionary of Greek
δυσεντευξίαι — δυσεντευξίᾱͅ , δυσεντευξία repulsive demeanour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεντευξίαν — δυσεντευξίᾱν , δυσεντευξία repulsive demeanour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)